θυσανοειδής
English (LSJ)
θυσανοειδές, fringed: τὸ τῶν στρωμάτων θ. Eun.Hist.p.239 D.
German (Pape)
[Seite 1228] ές, troddelartig, Sp.
Greek Monolingual
-ές (Α θυσανοειδής, -ές)
όμοιος με θύσανο, όμοιος με φούντα, κροσσωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + -ειδής (< είδος)].