θυσσανόεις

English (LSJ)

Ep. for θυσαν-.

German (Pape)

[Seite 1228] u. θύσσανος, ep. = θυσανόεις, θύσανος.

French (Bailly abrégé)

v. θυσανόεις.

Greek (Liddell-Scott)

θυσσᾰνόεις: Ἐπικ. ἀντὶ θυσαν-.

Greek Monolingual

θυσσανόεις, -εσσα, -εν (Α)
επικ. τ. του θυσανόεις.

Greek Monotonic

θυσσᾰνόεις: Επικ. αντί θυσανόεις.