θωμάσιος

English (LSJ)

Ionic for θαυμάσιος, Hdt.

French (Bailly abrégé)

ion. c. θαυμάσιος.

Greek Monolingual

θωμάσιος, -ία, -ον (Α)
ιων. τ. του θαυμάσιος.

Russian (Dvoretsky)

θωμάσιος: = θαυμάσιος.