θωτάζω

English (LSJ)

= τωθάζω, Hsch.

Greek Monolingual

θωτάζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
τωθάζω, χλευάζω, εμπαίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τωθάζω.