θύστρα

English (LSJ)

τά, = θύματα, SIG 1026.24 (Cos).

Greek Monolingual

θύστρα, τὰ (Α)
επιγρ. θύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρεκτεταμένο σιγμόληκτο θ. θυσ- του θύω (I)].