θᾶξαι

English (LSJ)

μεθύσαι, and τεθαγμένοι· μεμεθυσμένοι, and θαχμῆναι (cod., leg. θαχθῆμεν)· θωρηχθῆναι (Dor.), Hsch.; cf. Θώσσω.

Greek (Liddell-Scott)

θᾶξαι: «μεθύσαι» Ἡσύχ.