θῇος

English (LSJ)

α, ον, Dor. for θεῖος (A), Callicr. ap. Stob.4.28.17, Euryph. ap. eund.4.39.27.

Greek (Liddell-Scott)

θῇος: -α, -ον, Δωρ. ἀντὶ θεῖος, Καλλικρατίδ. παρὰ Στοβ. 486. 19, Εὐρύφαμ. αὐτόθι 555. 49.

Greek Monolingual

θῇος, -α, -ον (Α)
(δωρ. τ.) θείος (I).

German (Pape)

dor. = θεῖος, Hippodam. Stob. fl. 103.26.