ιδιοσυστασία

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰδιοσυστασία) ιδιοσύστατος
ιδιαίτερη, ξεχωριστή σύσταση
νεοελλ.
το σύνολο τών μορφολογικών, λειτουργικών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου που επιτρέπουν τον προσδιορισμό του τύπου στον οποίο ανήκει.