ἱερεύω (ΑΜ, Α ιων. τ. ἱρεύω) ιερεύςθυσιάζωαρχ.1. (ενεργ. και παθ.) σφάζω ζώο για συμπόσιο («βοῦς ἱερεύοντες... εἰλαπινάζουσιν», Ομ. Οδ.)2. (ενεργ. και παθ.) αφιερώνω σε θεό («παρθένον τὴν ἱερευομένην», Παυσ.).