ιθυφαλλικός
Greek Monolingual
ἰθυφαλλικός, -ή, -όν (Α) ιθύφαλλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο
2. φρ. «ἰθυφαλλικὸν μέτρον» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰθυφαλλικά
ποιήματα σε ιθυφαλλικό μέτρο.