ἱμαλιά, ἡ (Α)η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα, η πασπάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα sei- / sī- «κοσκινίζω» και εμφανίζει επίθημα -μαλ-, που μαρτυρείται και στο αρμαλιά].