Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ινέω
Greek Monolingual
ἰνέω και ιων. τ. ἰνάω (Α) αδειάζω, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. To ἰν- πιθ. <ισν- με το ι- μακρό. Η λ. μπορεί να συνδέεται με αρχ. ινδ. is-nā-ti «θέτω σε ορμητική κίνηση» και με το ρ. ἰαίνω «μαλακώνω με θερμότητα»].