ιοζούλαπον

Greek Monolingual

ἰοζούλαπον, τὸ (Μ)
φαρμακευτικό ρόφημα από ία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζουλάπι(ν) «φαρμακευτικό ρόφημα»].