ιππόβροτος

Greek Monolingual

ἱππόβροτος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόβροτοι ὠδῖνες» — οι πόνοι, οι ωδίνες από τις οποίες γεννήθηκε ίππος και άνθρωπος, ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ (Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + βροτός «θνητός»].