ιρίτιδα

Greek Monolingual

η (Α ἰρῖτις, -ιδος) ίρις
νεοελλ.
φλεγμονή της ίριδας του οφθαλμού, αλλ. ιριδίτιδα
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.