ισοβάθμιος

Greek Monolingual

-ια, -ιο
αυτός που έχει τον ίδιο βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόβαθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιω. Αργυριάδη].