ιστοριογραφικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἱστοριογραφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστοριογραφία ή στον ιστοριογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστοριογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό)].
-ή, -ό (Α ἱστοριογραφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστοριογραφία ή στον ιστοριογράφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστοριογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό)].