ισόχειρ

Greek Monolingual

ἰσόχειρ, -ρος, ό, ἡ (Α)
(για τον Χριστό) αυτός που έχει ίση δύναμη με κάποιον («ἰσόχειρ τε καὶ ἰσοσθενὴς τῷ πατρί», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + χείρ.