ιχνευτήρ

Greek Monolingual

ἰχνευτήρ, ὁ, θηλ. ἰχνεύτειρα (Α)
ἰχνευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ἰχνευτής < ἰχνεύω.