κάγχρυς

English (LSJ)

v. κάχρυς.

French (Bailly abrégé)

c. κάχρυς.

Greek Monolingual

κάγχρυς, -υος, ὁ (Α)
βλ. κάχρυς.

Greek Monotonic

κάγχρυς: μεταγεν. τύπος του κάχρυς.