κάλπασος

English (LSJ)

ἡ, = κάρπασος, PMag.Par.1.2046, al.

Greek (Liddell-Scott)

κάλπᾰσος: ἡ, ἴδε κάρπασος.

Greek Monolingual

κάλπασος, ἡ (Α)
πάπ. βλ. κάρπασος.