κάπετον

English (LSJ)

Dor. for κατέπεσον, Pi.O.8.38.

Russian (Dvoretsky)

κάπετον: дор. Pind. (= κατέπεσον) aor. к καταπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κάπετον: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κατέπεσον, Πινδ. Ο. 8. 50· πρβλ. καβάς.

Greek Monotonic

κάπετον: Δωρ. αντί κατέπεσαν, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπετον Dor. indic. aor. act. van καταπίπτω.