κάππεσον

English (LSJ)

Ep. aor. 2 Act. of καταπίπτω.

German (Pape)

[Seite 1324] ep. = κατέπεσον, aor. II. zu καταπίπτω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ duel καππεσέτην;
ao.2 poét. de καταπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

κάππεσον: эп. (= κατέπεσον) aor. 2 к καταπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κάππεσον: -ες, ε, Ἐπικ. ἀόρ. β’ τοῦ καταπίπτω, Ὅμ.· «καππετών· καταπεσών, κείμενος» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

see καταπίπτω.

Greek Monotonic

κάππεσον: Επικ. αντί κατέπεσον, αόρ. βʹ του καταπίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάππεσον ep. indic. aor. van καταπίπτω.