κάπρειος

English (LSJ)

α, ον, of the wild boar, ὀδόντες Nonn. D. 18.245.

German (Pape)

[Seite 1324] vom Eber, ὀδόντες, Zähne des Ebers, Nonn. D. 18, 245.

Greek (Liddell-Scott)

κάπρειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν κάπρον, ὁ τοῦ κάπρου, καπρείων... ὀδόντων, Νόνν. Δ. 18. 245.

Greek Monolingual

κάπρειος, -εία, -ον (Α) κάπρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπρο.