κάτθανον
French (Bailly abrégé)
v. καταθνῄσκω.
Greek Monotonic
κάτθᾰνον: Επικ. αντί κατ-έθανον, αόρ. βʹ του καταθνῄσκω.
Russian (Dvoretsky)
κάτθανον: aor. к καταθνῄσκω.
v. καταθνῄσκω.
κάτθᾰνον: Επικ. αντί κατ-έθανον, αόρ. βʹ του καταθνῄσκω.
κάτθανον: aor. к καταθνῄσκω.