κάτοξος

English (LSJ)

κάτοξον, drenched with vinegar, over-sour, Posidipp.1.7.

German (Pape)

[Seite 1404] sehr sauer, durch Essig versäuert, Posidipp. bei Ath. XIV, 662 a.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοξος: -ον, πλήρης ὄξους, καθ’ ὑπερβολήν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀναβλ.» 1. 7, πρβλ. κάθαλος, κατάγλωσσος, κατάδενδρος.

Greek Monolingual

κάτοξος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει πολύ ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄξος «ξίδι»].