κάτοχα
German (Pape)
[Seite 1405] τά, Halter, Handgriff am Bohrer, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοχα: τά, ἡ λαβὴ τοῦ τρυπάνου, «τὸ κατεχόμενον» Ἡσύχ.
[Seite 1405] τά, Halter, Handgriff am Bohrer, Hesych.
κάτοχα: τά, ἡ λαβὴ τοῦ τρυπάνου, «τὸ κατεχόμενον» Ἡσύχ.