κέδροπα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1411] τά, od. κεδροπά, erkl. Hesych. ὄσπρια, nach Erotian. att. χέδροπα.
Greek (Liddell-Scott)
κέδροπα: τά, Ἰων. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. χέδροπα, τὰ ὄσπρια, Ἐρωτιαν., Ἡσύχ.
[Seite 1411] τά, od. κεδροπά, erkl. Hesych. ὄσπρια, nach Erotian. att. χέδροπα.
κέδροπα: τά, Ἰων. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. χέδροπα, τὰ ὄσπρια, Ἐρωτιαν., Ἡσύχ.