κέκλετο

English (LSJ)

v. κέλομαι.

English (Autenrieth)

see κέλομαι.

Greek Monotonic

κέκλετο: γʹ ενικ. Επικ. αόρ. βʹ του κέλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκλετο ep. indic. aor. med. 3 sing. van κέλομαι.