part. κεκληγώς, v. κλάζω.
κέκληγα: μετοχ. κεκληγώς, ἴδε ἐν λέξει κλάζω, Ἡσύχ.
see κλάζω.
κέκληγα: παρακ. του κλάζω· μτχ. κεκληγώς, με Επικ. πληθ. κεκλήγοντες.
s. κλάζω.