κέκληγα

English (LSJ)

part. κεκληγώς, v. κλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

κέκληγα: μετοχ. κεκληγώς, ἴδε ἐν λέξει κλάζω, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

see κλάζω.

Greek Monotonic

κέκληγα: παρακ. του κλάζω· μτχ. κεκληγώς, με Επικ. πληθ. κεκλήγοντες.

German (Pape)

s. κλάζω.