κέκληκα

French (Bailly abrégé)

v. καλέω.

Greek Monotonic

κέκληκα: Ενεργ. παρακ. του καλέω· κέκλημαι, παρακ. Παθ.· ευκτ. κεκλῄμην.

Russian (Dvoretsky)

κέκληκα: pf. к καλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκληκα indic. perf. act. van καλέω.