κέκλοφα

Greek Monotonic

κέκλοφα: παρακ. του κλέπτω.

Russian (Dvoretsky)

κέκλοφα: pf. к κλέπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκλοφα indic. perf. act. van κλέπτω.