κέκραγα

French (Bailly abrégé)

v. κράζω.

Greek Monotonic

κέκρᾱγα: παρακ. του κράζω.

Russian (Dvoretsky)

κέκρᾱγα: pf. к κράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκραγα perf. act. van κράζω.