κέκρημαι

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ion. de κεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

κέκρημαι: ион. = κέκραμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκρημαι Ion. indic. perf. pass. van κεράννυμι.