κέραφος

English (LSJ)

χλευασμός, κακολογία, Hsch.; cf. σκέραφος.

Greek (Liddell-Scott)

κέραφος: ὁ, «χλευασμός, κακολογία» Ἡσύχ., ἴδε σκέραφος καὶ σχέραφος παρὰ τῷ αὐτῷ.

Greek Monolingual

κέραφος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χλευασμός, κακολογία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σκέραφος.

German (Pape)

σκέραφος.