κέχρημαι

French (Bailly abrégé)

v. χράω², χράω³ et χράω⁴.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέχρημαι perf. med. van χράω.

Russian (Dvoretsky)

κέχρημαι: pf. med. к χράω IV.