κήδευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = κηδεία 1, Ael.NA10.48; = κηδεμονία, Plot.6.7.26.

German (Pape)

[Seite 1429] ἡ, das Bestatten der Todten, νεκροῦ Ael. H. A. 10, 48, a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
soins qu'on donne à un mort, funérailles.
Étymologie: κηδεύω.

Greek (Liddell-Scott)

κήδευσις: -εως, ἡ, = κηδεία, Αἰλ. π. Ζ. 10. 48.

Greek Monolingual

κήδευσις, ἡ (ΑΜ) κηδεύω
φροντίδα, επιμέλεια, προστασία, βοήθεια
αρχ.
κηδεία, εκφορά νεκρού.