τό, = κρότωνος ῥίζα, Gal.19.115; = κίκι, cj. in Thphr. HP 1.10.1.
κίκιον, τὸ (Α) κίκι1. κίκι2. (κατά τον Γαλ.) «κρότωνος ῥίζας».