κίνδυν

English (LSJ)

ῡνος, ὁ, v. κίνδυνος.

Russian (Dvoretsky)

κίνδυν: ὁ, только gen. κίνδῡνος и dat. κίνδῡνι Sappho = κίνδυνος.

Greek (Liddell-Scott)

κίνδυν: -ῡνος, ὁ, ἴδε κίνδυνος, ἐν ἀρχ.

Greek Monolingual

κίνδυν, -υνος, ὁ (Α)
βλ. κίνδυνος.