κίσσωσις

English (LSJ)

Att. κίττωσις, εως, ἡ, crowning with ivy, Διονύσου IG22.1367.21 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1443] ἡ, das Bekränzen mit Epheu, Inscr. I p. 483.

Greek (Liddell-Scott)

κίσσωσις: Ἀττ. κίττ-, εως, ἡ, ἡ διὰ κισσοῦ στέψις, Συλλ. Ἐπιγρ. 523. 21.

Greek Monolingual

κίσσωσις, αττ. τ. κίττωσις, ἡ (Α) κισσώ (II)
η στέψη με κισσό.