καβίλια

Greek Monolingual

η
γόμφος ξύλινος ή μετάλλινος, βλήτρο, μπουλόνι
2. ναυτ. είδος σχοινιού με λεπτό άκρο, για να περνά εύκολα από μικρά ανοίγματα ή από τις τροχαλιοθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caviglia].