καβαλλικεύω

Greek (Liddell-Scott)

καβαλλικεύω: εύσω, = ἱππεύω, Μαυρίκ. 1. 2, Θεοφάν. 594, 16., 595. 13, Λέοντ. Τακτ. 6. 12, κλ.