καγκελωτός
German (Pape)
[Seite 1278] cancellatus, Poll. 8, 124; Schol. Ar. Equ. 672 κιγκλίδα, τὴν καγκελωτὴν θύραν.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καγκελωτός και καγκελλωτός, -ή, -όν) [[κάγκελ(λ)ον]]
1. κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, κιγκλιδωτός
2. αυτός που μοιάζει με κάγκελο.