καθήλωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is nailed on, revetment, ib.3 Ki.6.20.

Greek (Liddell-Scott)

καθήλωμα: τό, κάρφωμα, Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Ϛ΄, 21) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδικα.

Greek Monolingual

τὸ (Α καθήλωμα) καθηλώ
καθήλωση, κάρφωμα.