καθαιρέτης
English (LSJ)
καθαιρέτου, ὁ,
A overthrower, πολεμίων Th.4.83; Καίσαρος D.C.44.1.
II house-breaker (?), BGU14v12 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, der niederreißt, der Zerstörer, Vernichter; καθ. ὧν ἂν αὐτὸς ἀποφαίνῃ πολεμίων Thuc. 4, 83; Sp., καθαιρέται τοῦ Καίσαρος, die Mörder, D. Cass. 44, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui renverse, destructeur.
Étymologie: καθαιρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαιρέτης -ου, ὁ [καθαιρέω] vernietiger.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαιρέτης: ου ὁ истребитель, покоритель (πολεμίων Thuc.).
Greek Monolingual
καθαιρέτης, ὁ, θηλ. καθαιρέτις, -ιδος (AM) καθαιρώ
ανατροπέας, αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («καθαιρέτης πολεμίων», Θουκ.).
Greek Monotonic
καθαιρέτης: -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καθαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ καθαιρῶν, καταβάλλων, καταρρίπτων, πολεμίων Θουκ. 4. 83· Καίσαρος Δίων Κ. 44. 1.
Middle Liddell
καθαιρέτης, ου,
a putter down, overthrower, Thuc. [from καθαιρέω