καθανύω

English (LSJ)

Att. for κατανύω, acc. to Hdn.Gr.1.541; καθήνυσαν cited by Phryn.PSp.23B.; καθανύσαι· συντελέσαι, Hsch.: but codd. of Att. writers have only κατανύω, q.v. (καθήνυσαν is cj. in S.El.1451 (Dobree), καθανύσαι, -σας, -σειν, in X.HG7.1.15, 5.4.49, 20 (Cobet)).

German (Pape)

[Seite 1280] att. = κατανύω, nach Phryn. in B. A. 14, 17.

Greek (Liddell-Scott)

καθανύω: Ἀττ. ἀντὶ κατανύω, διάφ. γραφ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 1451, Α. Β. 14.

Greek Monolingual

καθανύω (Α)
(αττ. τ.)
1. κατανύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «καθανύσαι
συντελέσαι».