καθαριστήριον

English (LSJ)

τό, place for purifying, place for sifting, Harp. s.v. κεγχρεών.

German (Pape)

[Seite 1281] τό, Ort zum Reinigen, bes. der Metalle, Harpocr. v. κεγχρεών.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰθᾰριστήριον: τό, τόπος πρὸς καθαρισμόν, Ἀρποκρ. ἐν λ. κεγχρεών.

Greek Monolingual

το (AM καθαριστήριον) καθαρίζω
νεοελλ.
τόπος στον οποίο γίνεται καθαρισμός, εργαστήριο καθαρισμού («έδωσα τα ρούχα στο καθαριστήριο»)
μσν.
κούπα
αρχ.
τόπος για εξαγνισμό, για καθαρισμό, καθαρτήριο.