καθαριώ

Greek Monolingual

καθαριῶ, -όω (Α) καθαρός
(κυρίως το μέσ.) καθαριοῦμαι, -όομαι
εξαγνίζομαι, καθαίρομαι, καθαρίζομαι («ἐκαθαριώθησαν... ὑπὲρ χιόνα», ΠΔ).