καθείργω
English (LSJ)
Attic for κατείργω.
Greek Monolingual
(Α καθείργω)
βλ. καθειργνύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-είργω en καθ-είργνυμι, zie κατείργω.
Attic for κατείργω.
(Α καθείργω)
βλ. καθειργνύω.
καθ-είργω en καθ-είργνυμι, zie κατείργω.