καθιπποτροφέω
English (LSJ)
squander a fortune in keeping horses, Is.5.43.
German (Pape)
[Seite 1286] durch Pferdehalten durchbringen, καθιπποτρόφηκας Isae. 5, 43.
Greek (Liddell-Scott)
καθιπποτροφέω: σπαταλῶ τὴν περιουσίαν μου εἰς ἱπποτροφίας, δηλ. εἰς διατήρησιν ἵππων, Ἰσαῖος 55, 22· πρβλ. κατὰ Ε. VI.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθιπποτροφέω: разоряться на разведении лошадей, проживаться на лошадях Isae.